- σιμός
- I
Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων.1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας.2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας.3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το Φίλιππο B’ της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος για να τον ανταμείψει του έδωσε τη Λάρισα και τον έκανε τετράρχη, αργότερα όμως τον παραμέρισε.4. Έλληνας λυρικός των αλεξανδρινών χρόνων από τη Μαγνησία. Σώθηκε απόσπασμα από το έργο του Παρθένου θρήνος.IIΟρεινός οικισμός (124 κάτ., υψόμ. 840 μ.), στην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Πυλλήνης (884 κάτ.).* * *-ή, -ό / σιμός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. πλατύς, πλακουτσωτός (α. «είχε σιμή και κόκκινη μύτη» β. «ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῑα... πρὸς τὸ γρυπὸν ἢ τὸ σιμόν», Αριστοτ.)2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη (α. «σιμοὶ καὶ γένεια ἔχοντες μεγάλα», Ηρόδ.β. «αἱ σιμότεραι καὶ φαυλότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῡνται», Αριστοφ.γ. «τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν σμικρούς... καὶ σιμοὺς καὶ ἀδυνάτους ἄνδρας φέρειν», Ηρόδ.)αρχ.1. αυτός που δεν έχει μύτη2. ο κυρτός προς τα επάνω, ανηφορικός («χωρίον τὸ πρὸς τὴν πόλιν σιμόν», Αριστοφ.)3. κοίλος («ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμή», Ξεν.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σιμάοι ανηφοριές5. (κατά τον Ησύχ.) «σιμόςτυφλός».επίρρ...σιμά ΝΑνεοελλ.κοντά, εγγύς (α. «πέρασε σιμά μου» β. «κράζει τη Νέναν τσι σιμά...», Ερωτόκρ.)αρχ.φρ. «σιμὰ γελῶν» — γελώντας σαρκαστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που έχει σχηματιστεί < θ. σῑ- + επίθημα -μός (πρβλ. δοχ-μός, θερ-μός). Για το θ. σῑ- έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, χωρίς όμως κάποια από αυτές να φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή. Κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *suē(i)- (πρβλ. σίλλος, σικχός). Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. simo- και sima (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Σῖμος, Σίμμος, Σιμμίας). Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sīmus)].
Dictionary of Greek. 2013.